- ἐπικράνισμα
- ἐπικρᾱν-ισμα, ατος, τό,A = ἐπίκρανον, Hsch. s.v.ἰανοκρήδεμνος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπικράνισμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)